- ἐπικουφισμός
- ἐπικουφισμόςreliefmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικουφισμός — ἐπικουφισμός, ὁ (Α) [επικουφίζω] 1. ελάφρυνση, ανακούφιση 2. επιγρ. ανακούφιση από τη φτώχεια με υλική βοήθεια … Dictionary of Greek
ἐπικουφισμόν — ἐπικουφισμός relief masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)